Ο καυστήρας είναι μια συσκευή προσαρμοσμένη πάνω στο λέβητα μέσα στην οποία επιτυγχάνεται η ανάμειξη του καύσιμου υλικού, υγρού ή αερίου με τον αέρα έτσι ώστε να προκαλείται και να συντηρείται η καύση.
Ξεχωρίζουμε τους καυστήρες ανάλογα με το είδος του καυσίμου αλλά και την κατασκευή και λειτουργία τους.
Έτσι τους διακρίνουμε σε καυστήρες: - Ελαφριού πετρελαίου (diesel) - Ακάθαρτου πετρελαίου (μαζούτ) - Φυσικού αερίου, υγραερίου, φωταερίου - Ειδικών καυσίμων (όπως λιπαντικά ή βιομάζα) - Μικτών καυσίμων
Αλλά και σε καυστήρες: - Ατμοσφαιρικούς: Καυστήρες που το καύσιμο ενώνεται με το οξυγόνο του αέρα που βρίσκεται ελεύθερο στην ατμόσφαιρα ή καλύτερα δεν διοχετεύεται από κάποιο ανεμιστήρα. - Περιστροφικούς: Πρόκειται για καυστήρες υγρών καυσίμων που «πετούσαν» το καύσιμο στο χώρο καύσης μέσω περιστρεφόμενων «ποτηριών». - Διασκορπισμού: Είναι οι πιο συνηθισμένοι και ονομάζονται έτσι γιατί διασκορπίζουν το καύσιμο πρεσάροντάς το με μικρή πίεση (7 bar) και λέγονται μη πιεστικοί ή με μεγάλη πίεση (10-15 ή και 20 bar) και λέγονται πιεστικοί. Άλλος ένας διαχωρισμός γίνεται ανάλογα με τις βαθμίδες συμπίεσης ή καλύτερα ανάλογα με τα στάδια της καύσης και έτσι έχουμε μονοβάθμιους ή διβάθμιους ή πολυβάθμιους καυστήρες. Η λειτουργία των μή πιεστικών καυστήρων κρίθηκε αντιοικονομική και ρυπογόνα, μιας και ο άτονος διασκορπισμός και η αδυναμία για περισσότερη πίεση στον διοχετευόμενο αέρα είχαν σαν αποτέλεσμα την ατελή καύση του πετρελαίου. Στη θέρμανση έχουν καθιερωθεί κυρίως οι πιεστικοί καυστήρες διασκορπισμού, ενώ οι καυστήρες μαζούτ χρησιμοποιούνται μόνο στη βιομηχανία και μακριά από αστικά κέντρα.
ΠΗΓΗ: Παναγιώτης Φαντάκης |